заставлять - ορισμός. Τι είναι το заставлять
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι заставлять - ορισμός


заставлять      
ЗАСТАВЛ'ЯТЬ, заставляю, заставляешь. ·несовер. к заставить
1. Заставлять стол посудой.
II. ЗАСТАВЛ'ЯТЬ, заставляю, заставляешь. ·несовер. к заставить
2. "Заставлял их вздрагивать порой унылый свист играющей метели." Лермонтов.
заставлять      
1. несов. перех.
1) Ставя что-л. во множестве, занимать, загромождать всю поверхность чего-л.
2) Закрывать, загораживать чем-л. поставленным.
2. несов. перех.
Принуждать делать что-л., поступать каким-л. образом.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για заставлять
1. Профессия такова, что нужно себя заставлять, нужно других заставлять...
2. Приходится контролировать, заставлять, убеждать, наказывать.
3. Приходится себя заставлять", -признается Лукьянов.
4. Заставлять бесполезно, - подвела итог дрессировщица.
5. Пора заставлять муниципалитеты перерабатывать мусор.
Τι είναι заставлять - ορισμός